- ὑποδείελος
- ὑποδείελος, ον, ([etym.] δείλη)A towards evening, Arat.826.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποδείελος — towards evening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδείελος — ον, Α αυτός που γίνεται κατά το δείλι, απογευματινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δείελος «απογευματινός»] … Dictionary of Greek